συκοφαντίας — ὁ, Α (ενν. ἄνεμος) κωμική λ. πλασμένη αναλογικά προς τη λ. καικίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκοφάντης + επίθημα ίας (πρβλ. καικ ίας, Ολυμπ ίας)] … Dictionary of Greek
συκοφαντία — συκοφαντίᾱ , συκοφαντία vexatious fem nom/voc/acc dual συκοφαντίᾱ , συκοφαντία vexatious fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συκοφαντίᾱ , συκοφαντίας masc nom/voc/acc dual συκοφαντίας masc voc sg συκοφαντίᾱ , συκοφαντίας masc voc sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαντητός — ή, όν, Α [συκοφαντῶ] 1. (για πράξη) ο δεκτικός συκοφαντίας, αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πέσει θύμα συκοφαντίας, συκοφαντημένος … Dictionary of Greek
συκοφαντίαι — συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντία vexatious fem dat sg (attic doric aeolic) συκοφαντίας masc nom/voc pl συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίας masc dat sg (attic doric aeolic) σῡκοφαντίαι , συκοφαντίης masc nom/voc pl σῡκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίης masc dat sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαντίαν — συκοφαντίᾱν , συκοφαντία vexatious fem acc sg (attic doric aeolic) συκοφαντίᾱν , συκοφαντίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) συκοφαντίας masc acc sg σῡκοφαντίᾱν , συκοφαντίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) σῡκοφαντίαν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαντίᾳ — συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντία vexatious fem dat sg (attic doric aeolic) συκοφαντίαι , συκοφαντίας masc nom/voc pl συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίας masc dat sg (attic doric aeolic) σῡκοφαντίαι , συκοφαντίης masc nom/voc pl σῡκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίης masc dat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
оклеветаниѥ — ОКЛЕВЕТАНИ|Ѥ (48), ˫А с. 1.Обвинение: нѣ прежде да напишють они равьнѹ оклѥве танию при˫ати бѣдѹ. (ὑποτιμήσασϑαι!) КЕ XII, 27а; му(ж) мнитсѧ мощи. жену свою ѡбличiти… и аще || таковое ѡклеветанье. ˫авитсѧ истинно. тог(д)а разълучѣнью бывъшу. (ἡ…… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αβανιά — Λέξη αραβικής προέλευσης, που σημαίνει συκοφαντία, ζημιά, βλάβη. Ειδικότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, α. λεγόταν η συκοφαντική καταγγελία προς τα οθωμανικά δικαστήρια, είτε για λόγους εκδίκησης είτε για εκβιασμό. To οθωμανικό ποινικό δίκαιο… … Dictionary of Greek
ασκευώρητος — η, ο (AM ἀσκευώρητος, ον) [σκευωρώ] εκείνος ο οποίος δεν έπεσε θύμα σκευωρίας ή συκοφαντίας μσν. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀσκευώρητον» η ακεραιότητα, η ειλικρίνεια αρχ. αυτός που δεν εξετάστηκε λεπτομερώς … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek